Η κατάσταση σχετικά με την εργασία στην Ελλάδα έχει αλλάξει ριζικά, τα τελευταία χρόνια, απαιτώντας από τους εργαζόμενους να καλλιεργούν και άλλες δεξιότητες, πέραν της απόκτησης ακαδημαϊκών γνώσεων. Οι δεξιότητες αυτές, γνωστές και ως soft skills, καθιστούν ικανούς τους εργαζόμενους να ανταποκριθούν πιο αποτελεσματικά στις νέες απαιτήσεις της δουλειάς τους και συμβάλλουν στην ενδυνάμωση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των εταιριών.

Μία βασική δεξιότητα, η οποία έχει καταλήξει να είναι απαραίτητη πλέον, σχεδόν σε όλα τα αντικείμενα εργασίας , είναι εκείνη της διαπραγμάτευσης. Ο πρώτος λόγος που καθιστά τόσο επιτακτική την απόκτηση και ανάπτυξη της από τους εργαζόμενους είναι ότι η αγορά εργασίας έχει κάνει πολύ έντονο τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις επιχειρήσεις. Προκειμένου, λοιπόν, να διασφαλίσουν τα συμφέροντα τους σε έναν ικανοποιητικό βαθμό οι επιχειρήσεις αναζητούν εργαζόμενους, ειδικότερα για τις υψηλότερες θέσεις εργασίας, που να έχουν ανεπτυγμένες διαπραγματευτικές ικανότητες.

 

Ένας ακόμα λόγος, που καθιστά σημαντική την ανάπτυξη των διαπραγματευτικών ικανοτήτων, είναι ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι εμπλεκόμενες πλευρές χρειάζεται να γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούν να επιτύχουν κοινά αποδεκτές συμφωνίες (“win-win”) για να κερδίσουν ένα ποσοστό των διεκδικήσεων τους. Οι κοινά αποδεκτές συμφωνίες δημιουργούν πολλά οφέλη, ενώ παράλληλα ενδυναμώνονται οι μελλοντικές συνεργασίες, αφού δεν δημιουργούνται συναισθήματα απώλειας σε κάποια από τις δύο πλευρές.

 

Συνεπώς, οι διαπραγματευτικές ικανότητες πλέον αποτελούν ένα σημαντικό χαρακτηριστικό, τόσο στην εύρεση προσωπικού από τους εργοδότες, όσο και στους εργαζόμενους που επιθυμούν να αναπτύξουν την καριέρα τους.