Εργάζεται κανείς με μερική απασχόληση, όταν απασχολείται κάτω από 40 ώρες την εβδομάδα, για λιγότερες από 8 ώρες ημερησίως ή για λιγότερες από 5 ημέρες την εβδομάδα. Ο λόγος για τον οποίο επιλέγει να εργαστεί κανείς με μερική απασχόληση είναι είτε γιατί είναι φοιτητής είτε γιατί έχει οικογενειακές ή άλλου τύπου προσωπικές υποχρεώσεις. Όσον αφορά τους φοιτητές, η εργασία με μερική απασχόληση τους προσφέρει:
- Ευελιξία. Μιας και δεν εργάζονται με πλήρες ωράριο, έχουν χρόνο να παρακολουθήσουν τα μαθήματα μιας σχολής στο πανεπιστήμιο.
- Χρήματα. Οι φοιτητές που εργάζονται με μερική απασχόληση έχουν ένα εισόδημα, πράγμα που συμβάλλει στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησής τους.
- Ευκαιρία ανάπτυξης δεξιοτήτων διαχείρισης χρόνου, καθορισμού προτεραιοτήτων, εργασίας με χρονοδιαγράμματα και ανάπτυξης του αισθήματος ευθύνης.
- Πολύτιμη εργασιακή εμπειρία και δικτύωση με επαφές του εργασιακού κλάδου που τους ενδιαφέρει.
- Εξοικείωση με τον επαγγελματικό κόσμο.
Γενικότερα η μερική απασχόληση προσφέρει:
- Ευελιξία και ευκαιρία για βελτίωση της ισορροπίας μεταξύ της επαγγελματικής και της προσωπικής ζωής.
- Ευκαιρία απόκτησης επιπλέον εισοδήματος μιας και είναι δυνατή η απόκτηση μιας δεύτερης δουλειάς.
- Απόκτηση εμπειρίας από διαφορετικούς εργασιακούς τομείς. Αν θεωρείτε ότι η εργασία σας δεν σας προσφέρει ευκαιρίες εξέλιξης, τότε μπορείτε να αναζητήσετε μια θέση μερικής απασχόλησης, που να ανταποκρίνεται στα ενδιαφέροντά σας.
- Ευκαιρία απασχόλησης μετά τη συνταξιοδότηση. Οι περισσότερες θέσεις μερικής απασχόλησης δεν έχουν ηλικιακό όριο. Επομένως οι άνθρωποι που συνταξιοδοτούνται και δεν επιθυμούν να περάσουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους όντας αδρανείς, μπορούν να απασχοληθούν σε θέσεις μερικής απασχόλησης.
Αν και τα οφέλη της μερικής απασχόλησης είναι υπαρκτά, ωστόσο, σύμφωνα με παλαιότερες έρευνες που πραγματοποίησε η Randstad, οι Έλληνες δεν προτιμούν αυτού του είδους την απασχόληση, ενώ οι πλήρως απασχολούμενοι εργαζόμενοι παρουσιάζονται πιο ικανοποιημένοι.
Πολλοί τείνουν να συγχέουν την μερική απασχόληση με την προσωρινή απασχόληση, κατά την οποία η πρόσληψη ενός εργαζόμενου γίνεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου δηλαδή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, από κάποιες ημέρες έως κάποιους μήνες. Η προσωρινή απασχόληση επιλέγεται από τους εργοδότες όταν θέλουν να καλύψουν εποχικές ανάγκες, να αναπληρώσουν θέσεις εργασίας λόγω απουσίας των μόνιμων εργαζομένων (πχ άδεια μητρότητας, απουσία λόγω ασθένειας, διακοπών κτλ) και να καλύψουν τις ανάγκες που αφορούν έργα προκαθορισμένης διάρκειας που απαιτούν εξειδικευμένους, με συγκεκριμένες δεξιότητες, εργαζομένους. Με την πρόσληψη εργατικού δυναμικού σε θέσεις προσωρινής απασχόλησης, επιτυγχάνονται πολλαπλά οφέλη καθώς οι εταιρείες καταφέρνουν:
- Να καλύψουν άμεσα και πληρέστερα τις ανάγκες τους
- Να απασχολήσουν τον απαραίτητο αριθμό εργαζομένων
- Μείωση του κόστους (σταθερές δαπάνες προσωπικού, καταβολή μόνο των πραγματικών ωρών εργασίας)
- Να ενισχύσουν το προσωπικό τους με νέα ταλέντα, που θα φέρουν καινούριες ιδέες, πρακτικές, τεχνογνωσία και θα προσθέσουν καινοτομία στην επιχείρηση
- Να αξιολογήσουν τις δυνατότητες ενός εργαζόμενου για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, πριν αποφασίσουν αν θα του προσφέρουν μόνιμη θέση απασχόλησης.
Επιπλέον, η προσωρινή απασχόληση βοηθά:
- Στην καταπολέμηση παράνομων μορφών εργασίας (αδήλωτη εργασία)
- Στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που δεν αντικαθιστούν τις θέσεις αορίστου χρόνου αλλά και
- Στην μείωση του ποσοστού ανεργίας της χώρας – έχει βρεθεί ότι το 45% των προσωρινά απασχολούμενων προέρχεται από την ανεργία
Όσον αφορά έναν εργαζόμενο, τα οφέλη της προσωρινής απασχόλησης είναι αρκετά, καθώς αποκτά:
- Eργασιακή εμπειρία
- Νέες δεξιότητες
- Δικτύωση
- Δυνατότητα απόκτησης μιας μόνιμης θέσης απασχόλησης